- ποτίζεται
- ποτίζωgive to drinkpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… … Dictionary of Greek
έρρους — ἔρρους ( οος), ουν ( οντος) (Α) αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρους (< ρέω)] … Dictionary of Greek
αδίψαστος — η, ο [διψώ] 1. αυτός που δεν διψάει ή δεν δίψασε 2. (για τόπους) που ποτίζεται συχνά, που δεν στερείται υγρασίας … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
γλάστρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 6 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. * * * η πήλινο συνήθως δοχείο για το φύτεμα καλλωπιστικών φυτών (φρ., «για χάρη τού βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γάστρα*… … Dictionary of Greek
δακρυοπότιστος — η, ο 1. ο ποτισμένος με δάκρυα 2. όποιος ποτίζεται συνεχώς με δάκρυα, όποιος προκαλεί συνεχή θλίψη («δακρυοπότιστη αγάπη») … Dictionary of Greek
επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… … Dictionary of Greek
ευαρδής — εὐαρδής, ές (Α) 1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.) 2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο αρδής] … Dictionary of Greek
ευκολοπότιστος — η, ο αυτός που ποτίζεται εύκολα, που αρδεύεται εύκολα … Dictionary of Greek